Η λέξη “mansplaining” ακούστηκε για πρώτη φορά στην ελληνική Βουλή από την Φώφη Γεννηματά. Είναι ένας νέος όρος, παρά την διαχρονική ύπαρξη της συμπεριφοράς αυτής. Είναι σύνθετη λέξη και αποτελείται από τα συνθετικά “man” και “explaining”.
Η Λίλι Ρόθμαν (Lily Rothman) του αμερικανικού περιοδικού The Atlantic ορίζει το mansplaining ως “το να εξηγεί κάποιος, χωρίς επίγνωση του γεγονότος ότι ο δέκτης της εξήγησης γνωρίζει περισσότερα από τον εξηγητή, ο οποίος συχνά συμβαίνει να είναι άνδρας απευθυνόμενος σε γυναίκα”. Η συγγραφέας και δοκιμιογράφος Ρεμπέκα Σόλνιτ (Rebecca Solnit) αποδίδει το φαινόμενο σε ένα συνδυασμό “υπέρμετρης αυτοπεποίθησης και αμάθειας”
Πρόκειται για περιπτώσεις, στις οποίες ένας άντρας εξηγεί κάτι με έναν υπεροπτικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση τρόπο, ο οποίος συχνά υποτιμά τις γνώσεις του συνομιλητή. Τις περισσότερες φορές, ο συνομιλητής πρόκειται για γυναίκα ενώ μάλιστα αυτός που εξηγεί γνωρίζει λιγότερα για το συγκεκριμένο θέμα.
Στην αρχή που άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος ήταν κυρίως για να δηλώσει αυτού του είδους τη συμπεριφορά από έναν άντρα σε μία γυναίκα. Πια όμως χρησιμοποιείται ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας του συνομιλητή. Ο όρος φυσικά έχει υποτιμητική σημασία.
Αν ανατρέξετε στο εργασιακό, φιλικό και κοινωνικό σας περιβάλλον, σίγουρα θα έχετε παρατηρήσει πως το συγκεκριμένο φαινόμενο υπάρχει έντονα. Δεν είναι λίγες οι φορές που γυναικείες γνώμες αμφισβητούνται από άνδρες. Παρά την προσπάθεια για μια καλύτερη και ίση κοινωνία, επικρατεί ακόμη έντονα η πεποίθηση ότι η ανδρική γνώμη μετράει περισσότερο από την γυναικεία. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει.