Η ταινία του “Joker” αποτελεί μια αφορμή να θίξουμε ξανά την διαρκή σχέση αλληλεπίδρασης “προσώπου- κοινωνίας” έχοντας ως κάδρο την ψυχική ασθένεια.
Ίσως το θέαμα της μοναξιάς να είναι λυπηρό και άβολο, όταν το βλέπουμε ακόμη και μέσα στα όρια μιας τετράπλευρης οθόνης. Αν δεν ήμασταν στον κινηματογράφο αλλά στην πραγματικότητα θα εξέφραζε κανείς λόγια συμπαράστασης και συμπόνοιας. Τα λόγια αυτά όμως δεν υπάρχουν αν δεν υπάρχει σχέση και για να υπάρξει σχέση θα πρέπει να μην υπάρχει το αίσθημα του φόβου.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας στηρίζεται στα πόδια του και τον κρατούν λειτουργικό είναι οι σχέσεις και η εργασία του. Σύμφωνα με τον Freud, τα πιο σημαντικά στηρίγματα που έχει κανείς στη ζωή είναι οι σχέσεις και η εργασία. Στην προκειμένη φάση και ο Άρθουρ έχει και τα δύο. Η δουλειά του είναι να παριστάνει τον κλόουν, έχει μια μητέρα, που νοιάζεται για τον γιό της και τον φροντίζει όσο μπορεί, λαμβάνει την φαρμακευτική του αγωγή και παραμένει η κατάσταση σταθερή ενώ επιδιώκει μια γνωριμία με την ανύπαντρη μητέρα, που κατοικεί στο διπλανό διαμέρισμα. Βλέπει λοιπόν, μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Η ζωή όμως βλέπει τον Άρθουρ με τον ίδιο τρόπο;
Η απάντηση είναι όχι. Είναι απομονωμένος και υποτιμάται συχνά. Δεν του δείχνει το όμορφο και ότι μπορεί να επιτύχει και ο Άρθουρ αναρωτιέται γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί η ζωή του φέρεται έτσι. Συνεχώς, προσπαθεί να απομονώσει τον εαυτό του και να μην εισχωρήσει και αυτός στον κόσμο της τρέλας, όπου βρίσκεται ο υπόλοιπος κόσμος. Αντιλαμβάνεται την κατάσταση, τι ακριβώς συμβαίνει και προσπαθεί να βρει μια εξήγηση στις θεραπείες του.
“Μην συμπεριφέρεσαι σε ανθρώπους με ψυχική ασθένεια σαν να μην την έχουν”
Όσοι έχουν βιώσει μια ψυχική ασθένεια, γνωρίζουν ότι η λέξη “πρέπει” είναι βασική και μόνιμη στο λεξιλόγιό. “Πρέπει” να δείξεις ότι δεν είσαι αγχώδης, “Πρέπει” να φερθείς σαν να μην συμβαίνει τίποτα, μόνο και μόνο για να μην είσαι δακτυλοδεικτούμενος στα μέλη μιας κοινωνίας, όπου το να αντιμετωπίζεις μια ψυχική ασθένεια θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται σαν κάτι φυσιολογικό. “Πρέπει” όμως, να δείξεις φυσιολογικός για να μπορέσεις να ενσωματωθείς στην κοινωνία, την στιγμή που η κοινωνία θα έπρεπε να σου προσφέρει μια χείρα βοηθείας και να σε εντάξει η ίδια.
Ένα ζεύγος λέξεων, θα έλεγε κανείς, είναι η ύπαρξη και η ανυπαρξία και είναι το σημείο, όπου βλέπουμε τον Άρθουρ στην ταινία. Ενώ ζει και υπάρχει, υπάρχει τελικά; Αντιλαμβάνεται ότι χάνει το ένα απ’ τα δύο στηρίγματα της ζωής, την σχέση, παλεύοντας να κρατηθεί στη ζωή. Μόνος του.
Ρίχτηκε στον κόσμο χωρίς να έχει κανέναν έλεγχο στη ζωή του. Δεν έχει λόγο, δεν έχει επιλογή, είναι «ριγμένος» σε ένα συγκεκριμένο σώμα, μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Δεν μπορεί να ελέγξει την παρουσία των συνθηκών που τον περιβάλλουν. Μπορεί όμως να επιλέξει το νόημα του «ριξίματος» και με τον τρόπο αυτό, εκφράζει τον προσωπικό του τρόπο ύπαρξης-με-το-ρίξιμο.
Και κάπου εκεί ο πρωταγωνιστής χάνει τον εαυτό του και βρίσκει μια νέα προσωπικότητα να χωρέσει το σώμα του. Ενώ νιώθει ήδη αβοήθητος, μια φωνή μέσα του, του λέει “Μην τα παρατάς” και τότε δημιουργεί τον γνωστό σε όλους μας “Joker”. Το νέο πρόσωπο και ντύσιμό του αποτελούν ασπίδα σε όλο αυτό που βιώνει, προσπαθεί να αντέξει την απέραντη μοναξιά και απόρριψη που βιώνει. Νιώθει την δράση του, όταν βλέπει ότι υπάρχει ανταπόκριση. Είναι πια κάποιος. Ενώ όμως προσπαθεί να πει στον κόσμο όσα δεν μπορούσε με το “κυρίαρχο” πρόσωπο του, χάνει τον έλεγχο.
Και έτσι εμφανίζεται η γνωστή σε όλους μας, διαταραχή προσωπικότητας. Σύμφωνα με στοιχεία, η διάσχιση προσωπικότητας είναι μια διαταραχή, ένας μηχανισμός διαχείρισης που χρησιμοποιεί ένα άτομο για να αποσυνδεθεί από μια στρεσογόνα ή τραυματική κατάσταση ή για να διαχωρίσει τραυματικές αναμνήσεις από την «κανονική» επίγνωση. Είναι ένας τρόπος για να σπάσει ένα άτομο τη σύνδεση μεταξύ του εαυτού του και του εξωτερικού κόσμου, καθώς και για να αποστασιοποιηθεί από την επίγνωση του τι συμβαίνει.
Σημαντικό ρόλο παίζει η παιδική ηλικία του ατόμου και κατ’ επέκτασιν το οικογενειακό του περιβάλλον και ο Άρθουρ είχε ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον. Μία βίαιη παιδική ζωή, που σμίλευσε τον εγκέφαλό του σε τέτοιο βαθμό που καθορίζει την ενήλική ζωή και τον φέρνει σε αδιέξοδα.
Δεν είχε χαρές πέρα από την φωνή της μαμάς του, να τον αποκαλεί “χαρά μου” και την δουλειά του ως κλόουν. Αυτά τον έκαναν να γελά και ακολούθησε το επάγγελμα αυτό, κάνοντάς το στη συνέχεια χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Μετά από κάποιο σημείο έγινε παθολογικό. Μπορεί να ήθελε να γελάσει ή να κλάψει, έβγαζε όμως τον ίδιο τρομακτικό ήχο. Δεν μπορούσε να τα διαχωρίσει πια. Δεν μπορούσε να το αποδεχτεί.
Έπειτα, το αποδέχτηκε. Έζησε με αυτό. Το θαυμάζει. Ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του, ανεξαρτήτως τι νιώθει, είναι αυτό που πάντα του έλεγε η μητέρα του: “Πάντα να χαμογελάς”. Βρήκε μάλλον τον εαυτό του, δεν έχει ανάγκη την αποδοχή πια, αφού ο ίδιος αποδέχτηκε τον εαυτό του.
Η άλλη οπτική της ταινίας είναι αυτή που δεν θα την δεις, βλέποντας την ταινία στο σινεμά. Αν σκεφτείς και τελικά εμβαθύνεις σε αυτή την ταινία, θα δεις την πραγματικότητα πίσω από μια ψυχική ασθένεια. Όλη η συμπεριφορά του Joker, παρά τη σκληρότητα εμπνέει στους θεατές ένα αίσθημα συμπόνοιας και υποστήριξης. Η σκληρότητά του είναι βασικό σημείο της ταινίας και σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή, κάνοντας όμως μια αναδρομή στο παρελθόν, ανακαλύπτεις πως ένας άνθρωπος από την απόρριψη της κοινωνίας οδηγήθηκε εκεί.